- ὑγρόνομος
- ὑγρό-νομος, ον,A watery,
ὑγρονόμοιο πόρος Εελλης Nonn.D.3.37
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑγρονόμοιο πόρος Εελλης Nonn.D.3.37
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υγρονόμος — ον, ΜΑ (ποιητ. τ.) αυτός που ζει στο νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + νόμος*] … Dictionary of Greek
ὑγρονόμοιο — ὑγρόνομος watery masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… … Dictionary of Greek
υγρός — ή, ό / ὑγρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ά και ογρός, ή, ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α 1. υδατώδης (α. «υγρό στοιχείο» η θάλασσα και, γενικότερα, τα νερά β. «ὅ σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ενέχει υγρασία,… … Dictionary of Greek